- ασυνήθεια
- ἀσυνήθεια, η (Α)έλλειψη συνήθειας, πείρας ή οικειότητας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσυνηθείᾳ — ἀσυνηθείᾱͅ , ἀσυνήθεια unfamiliarity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνήθεια — unfamiliarity fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνηθείας — ἀσυνηθείᾱς , ἀσυνήθεια unfamiliarity fem acc pl ἀσυνηθείᾱς , ἀσυνήθεια unfamiliarity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνήθειαν — ἀσυνήθεια unfamiliarity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)